Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμπρευτής — ἀμπρευτής, ο (Α) [ἀμπρεύω] αυτός που έλκει, που σύρει … Dictionary of Greek
αμπρεύω — ἀμπρεύω (Α) σέρνω, έλκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπρόν*. ΠΑΡ. αρχ. ἀμπρευτής. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐξαμπρεύω, συναμπρεύω)] … Dictionary of Greek